ἐλύτρου

ἐλύτρου
ἔλυτρον
couering
neut gen sg
ἐλυτρόω
cover
pres imperat act 2nd sg
ἐλυτρόω
cover
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
λυτρόω
release on receipt of a ransom
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Σβαν — ο, Ν φρ. α) «έλυτρο τού Σβαν» ανατ. το σύνολο τών νευρογλοιακών κυττάρων τα οποία περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες, ιδίως τον νευράξονα, και περιελίσσονται συχνά γύρω τους πολλές φορές, αλλ. νευρείλημα β) «κύτταρα τού Σβαν» ανατ. τα… …   Dictionary of Greek

  • μυελινοποίηση — η [μυελίνη] ανατ. ο σχηματισμός τού ελύτρου τής μυελίνης στα περιφερειακά νεύρα και στο κεντρικό νευρικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • ποδοκύτταρο — το, Ν 1. βιολ. επιθηλιακό κύτταρο τής κάψας τού Μπάουμαν στα νεφρά 2. στον πληθ. τα ποδοκύτταρα ανατ. επιθηλιακά κύτταρα που επικάθηνται με ποδοειδείς προσεκβολές στη βασική μεμβράνη τού έσω πετάλου τού βωμάνειου ελύτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

  • τενοντελυτροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τενόντιου ελύτρου, μικροβιακής αιτιολογίας ή οφειλόμενη σε επαγγελματική ή αθλητική καταπόνηση ή σε προηγηθείσα κάκωση, αλλ. τενοντοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenovaginitis < teno… …   Dictionary of Greek

  • γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”