Σβαν — ο, Ν φρ. α) «έλυτρο τού Σβαν» ανατ. το σύνολο τών νευρογλοιακών κυττάρων τα οποία περιβάλλουν τις νευρικές αποφυάδες, ιδίως τον νευράξονα, και περιελίσσονται συχνά γύρω τους πολλές φορές, αλλ. νευρείλημα β) «κύτταρα τού Σβαν» ανατ. τα… … Dictionary of Greek
μυελινοποίηση — η [μυελίνη] ανατ. ο σχηματισμός τού ελύτρου τής μυελίνης στα περιφερειακά νεύρα και στο κεντρικό νευρικό σύστημα … Dictionary of Greek
ποδοκύτταρο — το, Ν 1. βιολ. επιθηλιακό κύτταρο τής κάψας τού Μπάουμαν στα νεφρά 2. στον πληθ. τα ποδοκύτταρα ανατ. επιθηλιακά κύτταρα που επικάθηνται με ποδοειδείς προσεκβολές στη βασική μεμβράνη τού έσω πετάλου τού βωμάνειου ελύτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
τενοντελυτροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τενόντιου ελύτρου, μικροβιακής αιτιολογίας ή οφειλόμενη σε επαγγελματική ή αθλητική καταπόνηση ή σε προηγηθείσα κάκωση, αλλ. τενοντοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenovaginitis < teno… … Dictionary of Greek
γρύλος — I (gryllus).Κοινή ονομασία για διάφορα είδη πηδητικών ορθοπτέρων πτηνών, της οικογένειας των γρυλιδών. Ο γ. ο αγροτικός,διαδεδομένος στη δυτική Ασία, σε όλη την Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική, είναι μαύρος, στιλπνός, με σκούρα έλυτρα και σκάβει στο … Dictionary of Greek